- σπλῆνες
- σπλήνmiltmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξηρός — ὀξηρός, ά, όν (Α) 1. (για αγγείο) αυτός που δέχεται ξίδι, που περιέχει ξίδι («ὀξηρὸν ἄγγος», Σοφ.) 2. ο εμβαπτισμένος μέσα σε οξύ ή μέσα σε ξίδι («σπλήνες ὀξηροί», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξηρόν το οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + κατάλ.… … Dictionary of Greek